- δνοφερός
- δνοφερός1 gloomy “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.112 βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the underworld fr. 130. 2, ad Θρ. 7.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δνοφερός — δνοφερός, ά, όν (Α) [δνόφος] 1. ζοφερός, σκοτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν σκοτάδι, μαυρίλα … Dictionary of Greek
δνοφερός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερά — δνοφερός dark neut nom/voc/acc pl δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc/acc dual δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῶν — δνοφερός dark fem gen pl δνοφερός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερόν — δνοφερός dark masc acc sg δνοφερός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖο — δνοφερός dark masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖσι — δνοφερός dark masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροί — δνοφερός dark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερᾶς — δνοφερός dark fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῆς — δνοφερός dark fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῇ — δνοφερός dark fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)